καταμύειν

καταμύειν
καταμύω
close the eyes
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμύω — (Α) 1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν. β. «καταμύειν ὑπ ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.) 2. αποκοιμιέμαι 3. (κατ ευφημισμόν αντί τού καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μύω «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”